Το στροφικό πέταλο χαρακτηρίζεται ως ένας δυναμικός σταθεροποιητής της άρθρωσης του ώμου. Πρόκειται για μια ομάδα τεσσάρων μυών και τενόντων οι οποίοι συνδέουν την ωμοπλάτη με το βραχιόνιο οστό. Εκτός από σταθερότητα προσδίδει και την δυνατότητα στροφής του ώμου. Η τενοντοπάθεια και η ρήξη στροφικού πετάλου είναι από τα πιο συχνά αίτια της ωμαλγίας . Η πάθηση εμφανίζεται συνήθως σε άτομα που εμπλέκουν τα άνω άκρα σε επαναλαμβανόμενες φορτίσεις/κινήσεις πάνω από το επίπεδο του ώμου. Ορισμένα παραδείγματα είναι οι ζωγράφοι, τεννίστες, μπασκετμπολίστες, κ.α. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες μπορούν να αναπτύξουν τενοντοπάθεια ή και ρήξη του στροφικού πετάλου, παρόλα αυτά φαίνεται να επηρεάζει συχνότερα το γυναικείο φύλο.
Οποιοσδήποτε από τους 4 τένοντες του στροφικού πετάλου μπορεί να επηρεαστεί και να αναπτύξει εκφυλιστικές αλλοιώσεις ή/και ρήξη. Πιο συχνά όμως πλήττεται ο υπερακάνθιος τένοντας. Η πάθηση μπορεί να οφείλεται:
- Σε επαναλαμβανόμενες ή στατικές φορτίσεις ή επιβαρύνσεις που προκύπτουν στην καθημερινότητα λόγω της φύσεως της εργασίας, του αθλήματος ή της απασχόλησης.
- Σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις του άνω άκρου σε επίπεδο άνωθεν της κεφαλής
- Στο Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής όπου οι τένοντες προσκρούουν μαζί με τον υπακρωμιακό ορογόνο θύλακο στο οστό του ακρώμιου προκαλώντας εκφυλιστικές αλλοιώσεις.
- Σε παλαιότερο επεισόδιο τενοντοπάθειας όπου δεν αντιμετωπίστηκε σωστά.
Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την πάθηση είναι η ηλικία>40 ετών, συγκεκριμένα αθλήματα (π.χ. βόλεϊ, τένις, σφαιροβολία), φύση της εργασίας και η κληρονομικότητα.
Το κύριο σύμπτωμα είναι ο πόνος όπου εντοπίζεται στην πρόσθια ή και πλάγια επιφάνεια του ώμου και μερικές φορές και στην οπίσθια και μπορεί να ακτινοβολεί μέχρι και τον αγκώνα. Ο πόνος ξεκινάει, συνήθως, σταδιακά και οι περισσότεροι ασθενείς δεν μπορούν να τον συνδέσουν με κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή δραστηριότητα. Κάποιες φορές προ-υπάρχει ένας τραυματισμός που αποτέλεσε την αιτία έναρξης του προβλήματος. Η κίνηση του ώμου είναι επώδυνη και χειροτερεύει, ιδιαίτερα, όταν το χέρι χρησιμοποιείται πάνω από το επίπεδο του ώμου. Με το πέρασμα του χρόνου ο πόνος εμφανίζεται και σε ηρεμία και σε πολλές περιπτώσεις καθίσταται ιδιαιτέρως ενοχλητικός στον ύπνο και ειδικά όταν ο ασθενής ξαπλώνει πάνω στην πάσχουσα πλευρά. Ο πόνος μπορεί να συνοδεύεται από αδυναμία και απώλεια λειτουργικότητας του άνω άκρου.
Η διάγνωση προκύπτει προκύπτει μέσω της λήψης ιστορικού και της φυσικής εξέτασης. Ποικίλες κλινικές δοκιμασίες και τέστ έχουν ευρεία εφαρμογή με σκοπό την διάγνωση της πάθησης αλλά δεν έχουν απόλυτη εγκυρότητα και αξιοπιστία. Ο απεικονιστικός έλεγχος συστήνεται ως συμπληρωματική λύση αλλά τυχόν ευρήματα δεν σχετίζονται πάντα με την συμπτωματολογία. Η λήψη ιστορικού και η φυσική εξέταση με βάση τις αρχές της μηχανικής διάγνωσης θα καθορίσει αν η πάθηση είναι μηχανικής αιτιολογίας ή όχι. Επιπλέον μέσω της διαφορικής διάγνωσης θα αποκλείσει ή θα συσχετίσει άλλες ανατομικές περιοχές ή πιθανές σοβαρές παθολογίες που μπορεί να εμπλέκονται στην συμπτωματολογία. Επιπρόσθετα καταγράφονται επιβαρυντικοί και ανακουφιστικοί παράγοντες και τυχόν λειτουργικές ανικανότητες του ασθενούς.
Ο προσδιορισμός της ανατομικής περιοχής που προκαλεί συμπτώματα στον ώμο είναι αναγκαίος. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως 1 στους 3 ασθενείς παρουσιάζει πόνο στον ώμο λόγω του αυχένα.
Η διάγνωση της βλάβης του πετάλου των στροφέων του ώμου είναι ιδιαίτερα απαιτητική και σημαντικό ρόλο θα παίξει στην θεραπεία ο προσδιορισμός του μηχανικού παράγοντα που καθορίζει την εικόνα, την παθολογία και εν τέλει την επιλογή της θεραπείας του εκάστοτε ασθενούς.
Στην διάγνωση της ωμαλγίας ο απεικονιστικός έλεγχος συνήθως δεν απαιτείται (πέρα από τραυματικές καταστάσεις) και τίθεται κυρίως με την κλινική εξέταση. Συχνά προκύπτει η ανάγκη να διαφοροδιαγνωστεί η πραγματική αιτία των συμπτωμάτων και να διαχωριστεί αυτή καθεαυτή η παθολογία του ώμου από μία παθολογία της σπονδυλικής στήλης που παρουσιάζει πολύ συχνά αντίστοιχη συμπτωματολογία/σημειολογία με την βλάβη του πετάλου ρων στροφέων.
Τα απεικονιστικά ευρήματα στερούνται διαγνωστικής εγκυρότητας, τις περισσότερες φορές και δεν μπορούν να κατευθύνουν τον κλινικό συλλογισμό.
Η κλινική διάγνωση της ωμαλγίας μπορεί να γίνει μέσω της έγκυρης και αξιόπιστης εξέτασης Μηχανικής Διάγνωσης & Θεραπείας (ΜΔΘ) του ώμου.
Ο κλινικός λαμβάνει λεπτομερές ιστορικό, όπου καταγράφονται αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση της καθημερινότητας (προφίλ του ασθενούς), τις λειτουργικές ανικανότητες λόγω του πόνου, λεπτομέρειες σχετικά με τη φύση και την εξέλιξη του πόνου/επεισοδίου, τις δραστηριότητες που επιδεινώνουν/βελτιώνουν τα συμπτώματα, το προηγούμενο ιστορικό και την κατάσταση της υγείας του, την πιθανή φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί και τις εξετάσεις απεικονιστικές/εργαστηριακές που διαθέτει ο ασθενής.
Η φυσική εξέταση που ακολουθεί περιλαμβάνει την επισκόπηση της άρθρωσης (θερμότητα,οίδημα,ερυθρότητα,ευαισθησία), την απώλεια κίνησης στις ενεργητικές και παθητικές κινήσεις και τη συμπεριφορά των συμπτωμάτων, κάτω από προσδιορισμένες κινητικές δοκιμασίες (επαναλαμβανόμενες κινήσεις ή παρατεταμένες θέσεις ενεργητικά ή παθητικά/ με ή χωρίς αντίσταση).
Οι αρχές θεραπείας θα εφαρμοστούν με βάση τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και διαφορικής διάγνωσης ΜΔΘ. Οι οδηγίες θα είναι εξατομικευμένες και θα έχουν στόχο στις γρήγορες και παραμένουσες βελτιώσεις, τόσο στη συμπτωματική, κινητική, όσο και λειτουργική εικόνα του ασθενούς.
Ο κλινικός θα προσδιορίσει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα θεραπευτικών ασκήσεων, βασισμένο στις ανάγκες της παθολογίας και τις ικανότητες του ασθενούς. Οι θεραπευτικές ασκήσεις ΜΔΘ συνιστούν συγκεκριμένες, εύκολες και στοχευμένες ασκήσεις με δεδομένη συχνότητα και αριθμό επαναλήψεων μέσα στην ημέρα, ώστε με ελάχιστο χρόνο (2 λεπτά τη φορά), ο ασθενής να βελτιώνει διαρκώς και σταθερά την κλινική του εικόνα.
Ομοίως οι οδηγίες θα περιλαμβάνουν σαφείς πληροφορίες για αποφυγή εξατομικευμένων προδιαθεσικών ή προκλητικών παραγόντων.
Βασικός στόχος είναι η αντιμετώπιση του αίτιου και όχι μόνο των συμπτωμάτων. Η εκπαίδευση για αυτοθεραπεία είναι επίσης διαρκής στόχος της ΜΔΘ, κάνοντας τον ασθενή διαχρονικά ανεξάρτητο και ικανό για σωστή διαχείριση της καθημερινότητας στο διηνεκές. Τέλος, η πρόληψη υποτροπών και η αποφυγή επιβαρυντικών παραγόντων συνιστούν τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της χρονιότητας, που αποτελεί σημαντικότατο επιβαρυντικό παράγοντα.